- φακτονάριον
- φακτονάριον, τό, perh.A = Πακτωνάριον, Dim. of πάκτων, PLond.5.1904.6 (v/vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φακτονάριον — τὸ, Α λέμβος, πακτωνάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. αντί πακτωνάριον (< πάκτων «μικρή τετράγωνη λέμβος»)] … Dictionary of Greek